- θεόστομος
- θεόστομος, -ον (Μ)φρ. «θεόστομον ἐμφύσημα» — το φύσημα από το στόμα τού θεού το οποίο έδωσε πνοή στον άνθρωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος, σεμνό-στομος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.